κωλυτης

κωλυτης
    κωλυτής
    κωλῡτής
    -οῦ ὅ помеха, препятствие
    

κωλυτέν παρασχεῖν Plat. — являться помехой;

    κ. γίγνεσθαι τῆς διαβάσεως Thuc. — преграждать проход


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κωλυτης" в других словарях:

  • κωλυτής — κωλυτής, ὁ (Α) [κωλύω] αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι («εἴ τις παραβοηθῶν παρὰ τὸ τεῑχος κωλυτὴς γίγνοιτο τῆς διαβάσεως», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • κωλυτής — κωλῡτής , κωλυτής hinderer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτά — κωλῡτά̱ , κωλυτής hinderer masc nom/voc/acc dual κωλῡτά , κωλυτής hinderer masc voc sg κωλῡτά , κωλυτής hinderer masc nom sg (epic) κωλυτός to be hindered neut nom/voc/acc pl κωλυτά̱ , κωλυτός to be hindered fem nom/voc/acc dual κωλυτά̱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτάς — κωλῡτά̱ς , κωλυτής hinderer masc acc pl κωλῡτά̱ς , κωλυτής hinderer masc nom sg (epic doric aeolic) κωλυτά̱ς , κωλυτός to be hindered fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτήρ — κωλυτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κωλύω] αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι, κωλυτής* …   Dictionary of Greek

  • κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek

  • κωλυταῖς — κωλῡταῖς , κωλυτής hinderer masc dat pl κωλυτός to be hindered fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυταί — κωλῡταί , κωλυτής hinderer masc nom/voc pl κωλυτός to be hindered fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτέα — κωλυτέον one must hinder neut nom/voc/acc pl κωλυτέᾱ , κωλυτέον one must hinder fem nom/voc/acc dual κωλυτέᾱ , κωλυτέον one must hinder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κωλῡτέα , κωλυτέος one must hinder neut nom/voc/acc pl κωλῡτέα ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτήν — κωλῡτήν , κωλυτής hinderer masc acc sg (attic epic ionic) κωλυτός to be hindered fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»